έβδομος

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἕβδομος, -η, -ον)
1. αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό επτά
2. το ουδ. ως ουσ. το έβδομο(ν)
ένα από τα επτά ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου
αρχ.
1. (ως απόλ.) επτά
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἕβδομον
για έβδομη φορά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἕβδομα
έργο επτά χρόνων.