ἀπαραφυλάκτως
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans précaution.
Étymologie: ἀ, παραφυλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραφῠλάκτως: Aesop. = ἀπαρατηρήτως.