υποτελής

From LSJ
Revision as of 20:30, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

-ές / ὑποτελής, -ές, ΝΜΑ
1. (για χώρα ή πόλη) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη κυριαρχία αλλά εξαρτάται από άλλη, ισχυρότερη πολιτεία (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῑς και δοῦλοι γεγονότες», Πλούτ.
γ. «ἄλλαι πόλεις αἱ ὑποτελεῑς οὖσαι», Θουκ.)
2. φρ. «φόρου υποτελής»
(ενν. κράτος ή χώρα) διεθν. δίκ. κράτος το οποίο ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει στην κυρίαρχη πολιτεία τον φόρο υποτελείας (α. «οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν φόρου υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» β. «πόλιν ξυμμαχίδα και φόρου ὑποτελῆ», Θουκ.)
νεοελλ.
1. βιολ. (για χαρακτηριστικό) αυτός που προσδιορίζεται γενετικά και ο οποίος δεν εκδηλώνεται στον φαινότυπο παρά μόνον όταν το υπεύθυνο γι' αυτόν γονίδιο βρίσκεται σε ομοζυγωτική κατάσταση
2. φρ. α) «υποτελείς προτάσεις»
γραμμ. οι εξαρτημένες, οι δευτερεύουσες προτάσεις
β) «υποτελή κράτη»
διεθν. δίκ. τα κράτη που δεν ήταν πλήρως ανεξάρτητα, αλλά ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν φόρο υποτελείας στην κυρίαρχη πολιτεία
αρχ.
αυτός που μισθοδοτείται για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. συν-τελής].