εισρέω

From LSJ
Revision as of 12:13, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

(AM εἰσρέω)
1. (για ποταμό) ρέω μέσα, εμβάλλω
2. (για χρήματα, πλούτη κ.λπ.) εισέρχομαι με αφθονία («εισέρρευσαν χρήματα πολλά», «πλοῦτος εἰσρεῑ»)
αρχ.-μσν.
εισορμώ.