Ιεροσόλυμα

From LSJ
Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

τα και Ιερουσαλήμ, ἡ (ΑΜ Ἱεροσόλυμα και Ἱερουσαλήμ)
η πόλη Ιερουσαλήμ, «ἡ μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα ἐκαλεῑτο ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν», κατά τον Στέφ. Βυζ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Ἱερουσαλήμ (< εβρ. Jěrūshālaimδημιουργία του Σαλέμ [τοπικής θεότητας]») συνδέθηκε παρετυμολογικά με το επίθ. ἱερός, όπως μαρτυρεί η δασεία, και κατόπιν πήρε την εξελληνισμένη μορφή Ιεροσόλυμα].