στείρα

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

(I)
η / στεῑρα, ΝΜΑ, ιων. τ. στείρη Α
νεοελλ.
ναυτ. ισχυρή χαλύβδινη δοκός ή χαλύβδινο κατασκεύασμα που υψώνεται κατακόρυφα από την τρόπιδα του σκάφους στο πρωραίο άκρο του και πάνω στην οποία καταλήγουν και καρφώνονται τα ελάσματα της εξωτερικής επένδυσης του πλοίου, κν. κοράκι (α. «κατακόρυφη στείρα» β. «ευθύγραμμη στείρα» γ. «καμπυλωμένη στείρα»)
μσν.-αρχ.
η τρόπιδα του πλοίου και μάλιστα το μέρος που διασχίζει τα κύματα
αρχ.
εσφ. γρφ. του σπείρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στεῖρα (< στερ-, πρβλ. πρῷρα), με τεχνική σημ., ανάγεται στη ρίζα ster- τoύ στερεός (βλ. λ. στερεός)].
(II)
και στεῑρος, ἡ, Α
1. αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά, η παρθένος
2. αυτή που έχει περάσει πλέον την ηλικία της αναπαραγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στεῖρα (< στερ- ) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ster- «άγονος, στείρος» (βλ. και λ. στερεός) και συνδέεται με τα αρμεν. sterj «στείρα», αρχ. ινδ. starĩ- και με επίθημα -lis, το λατ. sterilis. Από το θηλ. στεῖρα σχηματίστηκε υποχωρητικά το επίθ. στείρος, -α, -ο(ν). Ο αρχ. τ., τέλος, του θηλ. στεῖρος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].