γενέτειρα
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
English (LSJ)
fem. of γενετήρ, A mother, Pi.N.7.2, CIG4132 (Galatia); late Prose, τροφὸς πάντων καὶ γ. ἡ γῆ Artem.1.79; ἀλήθεια γ. Plot.5.8.4. II daughter, Euph.84.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. γενετείρη Euph.20.4; γενέταιρα Gonnoi 169, 170, 171 (todas II a.C.)
1 epít. de diosas y personif. que favorece el nacimiento, creadora de Ilitía γ. τέκνων Pi.N.7.2, de Afrodita IAphrodisias 54.1 (I d.C.), de Ártemis Gonnoi 168 (III a.C.), ll.cc., Νύξ θεῶν γ. Orph.H.3.1, cf. 29.6, τροφὸς πάντων καὶ γ. ἡ γῆ Artem.1.79, cf. Philostr.Im.1.10.3
•madre, progenitora, GVI 786.7 (Galacia II/ III d.C.)
•fig. ἀλήθεια δὲ αὐτοῖς (θεοῖς) γ. καὶ τροφός Plot.5.8.4, en un acertijo (γλῶσσα) γ. τοῦ εἶναι c. ref. al Nilo, Horap.1.21.
2 hija Ἀσώπου γ. de Nemea, Euph.l.c., cf. γενέτης I 4.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, Erzeugerin, Pind. N. 7, 2 u. sp. D. Bei Euphor. frg. 47 die Erzeugte, die Tochter.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενέτειρα -ας, ἡ [~ γενετήρ moeder.
Russian (Dvoretsky)
γενέτειρα: ἡ родительница, мать Pind.
Greek (Liddell-Scott)
γενέτειρα: θηλ. τοῦ γενετήρ, μήτηρ, Πίνδ. Ν. 7. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4132, 4735· πρβλ, γένεσις VIII. II. θυγάτηρ, Εὐφορ. 47, ἴδε Meineke σ. 112.
English (Slater)
γενέτειρα f. adj.
1 birthgiver c. gen. Ἐλείθυια γενέτειρα τέκνων (N. 7.2)
Greek Monolingual
η (AM γενέτειρα)
(θηλ. του γενετήρ) η μητέρα
νεοελλ.
η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου
αρχ.
1. δημιουργός («ἀλήθεια γενέτειρα», Πλωτ.)
2. η θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τειρα < γενε-τερ-yα
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρ. γεν- του γίγνομαι].