λεπρόομαι
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
become leprous, LXX 4 Ki.5.1, 27, PHolm.3.16.
Greek (Liddell-Scott)
λεπρόομαι: παθ., γίνομαι λεπρός, ἐν τῷ παθ. πρκμ., Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ε΄, 1, 27).