προλήνιον
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
τό, vat in front of a wine-press, LXXIs.5.2.
German (Pape)
[Seite 733] τό, Behälter vor der Kelter, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
προλήνιον: τό, δοχεῖον ἔμπροσθεν τοῦ ληνοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ε΄, 2).
Greek Monolingual
τὸ, Α
κάδος που τοποθετείται μπροστά από το πατητήρι, όπου συγκεντρώνεται ο χυμός τών σταφυλιών μετά το πάτημά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ληνός «πατητήρι» + επίθημα -ιον].