παραπληξία
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
Ion. παρα-πληγίη, ἡ, A hemiplegia (opp. ἀποπληξία), Hp.Epid.1.14, 2.3.1 (both pl.), IG12 (9).1179 (Euboea, ii A.D.). II derangement, madness, LXXDe. 28.28, al., Ph.2.556, Oenom. ap. Eus.PE5.22.
German (Pape)
[Seite 494] ἡ, Lähmung einer Seite, eines Gliedes, des Leibes durch den Schlagfluß, Medic. – Übertr., Verstandesverrückung, Wahnsinn, VLL. erkl. μανία, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραπληξία: Ἰων. -πληγία, ἡ, παράλυσις μόνον μέρους, ἡμιπληγία (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀποπληξία), Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950, πρβλ. 1020F περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 530. ΙΙ. διατάραξις τῶν φρενῶν, παραφροσύνη, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΗ΄, 28, κ. ἀλλ.), Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 213D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπληξία· μανία».
Greek Monolingual
παραπληξία, ή, ΝΜΑ
βλ. παραπληγία.