τυμβοποιός
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ὁ, grave-digger, Dialex.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοποιός: ὁ, ὁ ἀνοίγων ἢ σκάπτων τάφον, νεκροθάπτης, Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Gale, Opusc. Myth. σ. 706.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει τάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -ποιός].