προσορμίζομαι

Revision as of 00:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Greek Monotonic

προσορμίζομαι: μέλ. αιτ. -ιοῦμαι, Μέσ., αγκυροβολώ κοντά σε ένα μέρος, σε Ηρόδ., Δημ.· ομοίως, στον Παθ. αόρ. αʹ προσωρμίσθην, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. attic ιοῦμαι
Mid. to come to anchor near a place, Hdt., Dem.; so in aor1 pass. προσωρμίσθην, NTest.