δίπτυξ

From LSJ
Revision as of 16:10, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

English (Autenrieth)

υχος (πτύσσω): folded double (in two layers), κνίση, Il. 1.461, etc.

Spanish (DGE)

-ῠχος
doble, doblado en dos de una capa δίπτυχα λώπην (κάββαλε) A.R.2.32.

Greek Monolingual

δίπτυξ (-υχος), ο (Α)
δίπτυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτυξ, ποιητικός τ. του πτυχή].