ἄμμιγα
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
poet. for ἀνάμιγα.
Spanish (DGE)
(ἄμμῐγᾰ) v. ἀνάμιγα.
French (Bailly abrégé)
adv.
pêle-mêle.
Étymologie: pour *ἀνάμιγα, de ἀναμίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἄμμῐγᾰ: adv. вперемешку, как попало, без разбору Soph., Theocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμιγα: ἀμμίγνυμι, ποιητ. ἀντὶ ἀνάμιγα, αναμίγνυμι.
Greek Monotonic
ἄμμῐγα: ἀμ-μίγνυμι, ποιητ. αντί ἀνάμιγα, ἀναμίγνυμι.