ἀναφλύω
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
bubble, boil up, ἀνὰ δ' ἔφλυε καλὰ ῥέεθρα Il.21.361: also in Prose, PHolm.25.26.
Spanish (DGE)
fluir ἀνὰ δ' ἔφλυε καλὰ ῥέεθρα Il.21.361, cf. PHolm.151, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφλύω: вскипать, бурлить (ἀνὰ δ᾽ ἔφλυε ῥέεθρα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφλύω: ἀναζέω, ἀνακοχλάζω ὡς τὸ ζέον ὕδωρ, ἀνὰ δ’ ἔφλυε καλὰ ῥέεθρα Ἰλ. Φ. 361.
Greek Monolingual
ἀναφλύω (Α)
κοχλάζω, ζέω, βράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + φλύω «βράζω»].
Greek Monotonic
ἀναφλύω: μόνο στον παρατ., ανακοχλάζω ή αναβράζω, σε Ομήρ. Ιλ.