κικκάβη
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
v. sub κικκαβάζω.
Greek Monolingual
κικκάβη, ἡ (Α)
κουκουβάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κικκαβαῦ (πρβλ. και νεοελλ. κουκουβάγια < κουκουβάου)].