ὕδρευμα
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
ατος, τό, watering place, well, tank, Str.16.4.14, Peripl.M. Rubr.25,26, Ostr.Bodl. iii 245 (i A. D.), Ptol.Geog.1.10.2, Thd.Je.39(46), 10, OGI701.12 (Egypt, ii A. D., pl.), etc.; irrigation system, PFlor.50.15 (ii A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδρευμα: τό, τόπος πρὸς ὕδρευσιν, ὅθεν λαμβάνουσιν ὕδωρ, πηγὴ ὕδατος, δεξαμενή, Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 14· μνημονεύεται ἐν Αἰγυπτ. Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 476d. 15, κ. ἀλλ., ἴδε Franz. ad 4713c.