ἰσορροπέω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
to be equally balanced, in equipoise, Pl.Ti.52e,Lg.733c, 794e; τινι with . ., Plb.1.11.1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être en équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσορροπέω: εἶμαι ἰσόρροπος, εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Νόμ. 733D, 794Ε· τινι Πολύβ. 1. 11. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἰσορροπέω: находиться в равновесии Plat.: ἰ. τινι Arst., Polyb. находиться в равновесии с чем-л.; ἕρμα ἐν μέσῳ θεμένη καὶ ἰσορροπήσασα Plut. балласт, помещенный в середине для равновесия.