κοσμάριον
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
τό, = κοσμαρίδιον (small ornament, small decoration), Ath. 11.474e, Hsch. s.v. καλαμίς, al.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόσμος, Ἀθήν. 474Ε, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κοσμάριον, τὸ (Α)
μικρό κόσμημα, κοσμηματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στόλισμα, στολίδι» + υποκορ. κατάλ. -άριον].