ἐρικλυτός
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Full diacritics: ἐρικλῠτός | Medium diacritics: ἐρικλυτός | Low diacritics: ερικλυτός | Capitals: ΕΡΙΚΛΥΤΟΣ |
Transliteration A: eriklytós | Transliteration B: eriklytos | Transliteration C: eriklytos | Beta Code: e)rikluto/s |
όν, much-renowned, cj. for ἀγακλυτός, Orph.A.1030.
ἐρικλυτός, -όν (Α)
περίφημος, ξακουστός, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλυτός «ἐνδοξος»].