ὀροφοίτης
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὀρειφοίτης, EM 461.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροφοίτης: -ου, ὁ, = ὀρειφοίτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 461. 27.
Greek Monolingual
ὀροφοίτης, ὁ (Α)
βλ. ὀρειφοίτης.