σφαιριστής

From LSJ
Revision as of 11:08, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιριστής Medium diacritics: σφαιριστής Low diacritics: σφαιριστής Capitals: ΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphairistḗs Transliteration B: sphairistēs Transliteration C: sfairistis Beta Code: sfairisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, ball-player, Antig.Car. ap. Ath.12.548b, AP5.213 (Mel.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.

Russian (Dvoretsky)

σφαιριστής: οῦ ὁ играющий в мяч Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστής: -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα τρέφω Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν σφαφίζω
αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρες
νεοελλ.
ο παίκτης μπιλιάρδου.