θυλακίσκος

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλακίσκος Medium diacritics: θυλακίσκος Low diacritics: θυλακίσκος Capitals: ΘΥΛΑΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: thylakískos Transliteration B: thylakiskos Transliteration C: thylakiskos Beta Code: qulaki/skos

English (LSJ)

ὁ,= A θυλάκιον 1, bread-basket, Ar.Fr.545, Crates Com.14. II = θυλάκιον ΙΙ, Dsc.2.106.

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκίσκος: ὁ Arph. = θυλάκιον.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίσκος: ὁ, = τῷ προηγ. Ι, καλάθιον ἄρτου, «σακκοῦλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464, Κράτης ἐν Θηρ. 1· β΄ ὑποκορ. θυλακίσκιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. = θυλάκιον, Διοσκ. 2. 128.

Greek Monolingual

θυλακίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι ψωμιού, σακούλι
2. θυλάκιο, μικρός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μηνίσκος, οβελίσκος)].