ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)
Full diacritics: προικοδότης | Medium diacritics: προικοδότης | Low diacritics: προικοδότης | Capitals: ΠΡΟΙΚΟΔΟΤΗΣ |
Transliteration A: proikodótēs | Transliteration B: proikodotēs | Transliteration C: proikodotis | Beta Code: proikodo/ths |
ου, ὁ, = ἐεδνωτής, Sch.DIl.13.382.
προικοδότης: -ου, ὁ, ὁ προικοδοτῶν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 382 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐεδνωτής.
ο, ΝΜ
αυτός που δίνει προίκα, αυτός που προικοδοτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.