ἀστραγαλῖτις
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ιδος, ἡ, Illyrian iris (ἶρις Ἰλλυρική), Gal.12.422.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
bot. variedad de iris o lirio ἴρις ἀ. Gal.12.422.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγαλῖτις: [ῑ], ιδος, ἡ, εἶδος ἴριδος (ἢ ἴρεως) ὁμοίας πρὸς ἀστράγαλον, ἴρεως ἀστραγαλίτιδος Γαλην.