εὐπροσηγορία
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ἡ, affability, Isoc.1.20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: εὐπροσήγορος.
Russian (Dvoretsky)
εὐπροσηγορία: ἡ обходительность, общительность, приветливость Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπροσηγορία) ευπροσήγορος
η προσήνεια, η καταδεκτικότητα.