λυμεωνεύομαι

From LSJ
Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμεωνεύομαι Medium diacritics: λυμεωνεύομαι Low diacritics: λυμεωνεύομαι Capitals: ΛΥΜΕΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: lymeōneúomai Transliteration B: lymeōneuomai Transliteration C: lymeoneyomai Beta Code: lumewneu/omai

English (LSJ)

play the destroyer, act the destroyer (λυμεών), Plb.5.5.8.

Russian (Dvoretsky)

λῡμεωνεύομαι: Polyb. v.l. = λυμαίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λυμεωνεύομαι: ἀποθ., = λυμαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8.

Greek Monolingual

λυμεωνεύομαι (Α) λυμεών
έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα συνεβούλευον», Πολ.).