νυκτιπόλευτος
From LSJ
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
English (LSJ)
ον, = νυκτιπόλος (roaming by night), Orph. H. 79.7.
Greek Monolingual
νυκτιπόλευτος, -ον (Α)
νυκτιπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πολεύω (< πόλος)].