μακροπτόλεμος
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
English (LSJ)
ὁ, = Τηλέμαχος, Theoc.Syrinx 1.
Russian (Dvoretsky)
μακροπτόλεμος: долго воюющий Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μακροπτόλεμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.
Greek Monolingual
μακροπτόλεμος, -ον (Α)
(κατά μεταφορά του ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πτόλεμος (πρβλ. λιποπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].