ἀκαμαντολόγχας

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰμαντολόγχας Medium diacritics: ἀκαμαντολόγχας Low diacritics: ακαμαντολόγχας Capitals: ΑΚΑΜΑΝΤΟΛΟΓΧΑΣ
Transliteration A: akamantolónchas Transliteration B: akamantolonchas Transliteration C: akamantologchas Beta Code: a)kamantolo/gxas

English (LSJ)

α, ὁ, unwearied at the spear, Pi.I.7(6).10.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντολόγχᾱς) -ᾱ incansable con la lanza Σπαρτοί Pi.I.7.10.

English (Slater)

ᾰκᾰμαντολόγχας unwearying with the spear, neverweary of battle Σπαρτῶν ἀκαμαντολογχᾶν (I. 7.10)

Greek Monolingual

ἀκαμαντολόγχας και ἀκαμαντολόγχης, ο (Α)
ο ακάματος, ο ακούραστος στον αγώνα με λόγχη και στον πόλεμο γενικότερα, πολεμόχαρος, πολεμικός
«ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (Πινδ. Ίσθμ. 7, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας-αντος + λόγχη.