ψωθία

From LSJ
Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωθία Medium diacritics: ψωθία Low diacritics: ψωθία Capitals: ΨΩΘΙΑ
Transliteration A: psōthía Transliteration B: psōthia Transliteration C: psothia Beta Code: ywqi/a

English (LSJ)

ἡ, blister on under-surface of loaf, Poll. 7.23

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, = Folgdm, Phereer. bei Poll. 9, 83, nach 7, 23 Ggstz von ἀττάραγος, αἱ ἐκ τοῦ κάτω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ψωθίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω» με δασύ επίθημα και κατάλ. -ία].