ἰδιῶτις
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
German (Pape)
[Seite 1238] ιδος, ἡ, fem. zu ἰδιώτης; γυνή Ios.; – πόλις, im Ggstz von ἡγεμονίς, App. B. C. 4, 95; – unerfahren, Alciphr. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιῶτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἰδιώτης, κοινή, ἀναξία λόγου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1· ἰδιῶτις πόλις, ἀντίθετον τῷ ἡγεμομονίς, οὐκ ἰδιῶτις πόλις, ἀλλ’ ἡγεμονὶς Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 16 καὶ 95 ΙΙ. ἀδέξιος, οὐχὶ ἔμπειρος, Λουκ. Εικ. 13· ἀμαθής, ἄπειρος, Ἀλκίφρων 2. 4· κοινή, χυδαία, τῆς ἰδιώτιδος φωνῆς Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 211B.