Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βομβύκιον

From LSJ
Revision as of 18:56, 8 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβῡ́κιον Medium diacritics: βομβύκιον Low diacritics: βομβύκιον Capitals: ΒΟΜΒΥΚΙΟΝ
Transliteration A: bombýkion Transliteration B: bombykion Transliteration C: vomvykion Beta Code: bombu/kion

English (LSJ)

[ῡ], τό, species of
A mason-bee, Chalicodoma muraria, Arist.HA 555a13 (v.l. βομβυκοειδῶν).
2 small buzzing insect, Sch. Ar.Nu.158.
II cocoon of silk-worm, Arist.HA551b14.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 capullo del gusano de seda τὰ βομβύκια ἀναλύουσι τῶν γυναικῶν τινὲς ἀναπηνιζόμεναι, κἄπειτα ὑφαίνουσιν Arist.HA 551b14.
2 insecto que zumba, quizá abejorro o moscardón Sch.Ar.Nu.158.
3 fig. zumbido de los señuelos del diablo charlatanería τοιαῦτά τινα κινεῖ (ὁ διάβολος) βομβύκια Ath.Al.Ep.Fonti p.64.

German (Pape)

[Seite 453] τό, Puppe, Kokon des Seidenwurms, Arist. H. A. 5, 19.

Greek Monolingual

βομβύκιον, το (Α)
1. είδος μελισσών που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό
2. το κουκούλι, το περίβλημα της προνύμφης διαφόρων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβύκιον με τη σημ. 1 < βόμβυξ (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 < βόμβυξ (Ι)].

Russian (Dvoretsky)

βομβύκιον: (ῡ) τό
1) кокон шелкопряда Arst.;
2) предполож. пчела-каменщица (Chalicodoma muraria) Arst.