μεγαλείως
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
French (Bailly abrégé)
adv.
magnifiquement.
Étymologie: μεγαλεῖος.
Greek Monolingual
μεγαλείως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλείος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλείως:
1) великолепно, превосходно (ὠφελεῖν τῇ πόλει, γαμεῖν Xen.);
2) сильно, мощно: μεγαλειότερον ἂν τοῖς αὑτοῦ ἐβοήθησεν Plat. (если бы Протагор был жив), он более внушительно защитил бы свои положения.