μνήστευμα

From LSJ
Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνήστευμα Medium diacritics: μνήστευμα Low diacritics: μνήστευμα Capitals: ΜΝΗΣΤΕΥΜΑ
Transliteration A: mnḗsteuma Transliteration B: mnēsteuma Transliteration C: mnistevma Beta Code: mnh/steuma

English (LSJ)

ατος, τό, courtship, wooing, in plural, ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός set about wooing another wife, E.Hel.1514; ὦ κακὰ μνηστεύματα = oh baneful spousals, Id.Ph. 580.

German (Pape)

[Seite 195] τό, das was man frei't, die Gefrei'te, die Braut oder Frau, Eur. Phoen. 583; ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός, Mel. 1530, Werbung, Heirath. Sonst nur in spätester Prosa.

Russian (Dvoretsky)

μνήστευμα: ατος τό только pl.
1) сватовство (ἄλλης γυναικὸς μνηστεύματα ἐκπονεῖν Eur.);
2) обручение, помолвка Eur.

Greek (Liddell-Scott)

μνήστευμα: τό, τὸ ἐπιζητεῖν τὴν εὔνοιαν καὶ ἀγάπην γυναικός, ἐν τῷ πληθ., ἄλλης γυναικὸς ἐκπόνει μνηστεύματα, «κύτταξε ναὔρῃς ἄλλην γυναῖκα», Εὐρ. Ἑλ. 1514· ὦ κακὰ μν., ὦ ὀλεθρία μνηστεία! ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 580.

Greek Monolingual

μνήστευμα, τὸ (ΑΜ, Μ και μνήστευμα) μνηστεύω
μνηστεία, αρραβώνιασμα («ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός», Ευρ.).

Greek Monotonic

μνήστευμα: -ατος, τό, φλερτάρω μια γυναίκα, επιδιώκω την εύνοιά της, στον πληθ., οι αρραβώνες, οι γάμοι, σε Ευρ.

Middle Liddell

μνήστευμα, ατος, τό,
courtship, wooing, in plural, espousals, Eur. [from μνηστεύω