περισάττω

From LSJ
Revision as of 15:16, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισάττω Medium diacritics: περισάττω Low diacritics: περισάττω Capitals: ΠΕΡΙΣΑΤΤΩ
Transliteration A: perisáttō Transliteration B: perisattō Transliteration C: perisatto Beta Code: perisa/ttw

English (LSJ)

heap up all around, τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arist.Pr.924b4, cf. a28 (Pass.); π. [τὰς ῥίζας] Thphr.CP5.6.5; π. τὰ χείλη block up, Plb.21.28.14:—Pass., cj. in Antyll. ap. Orib.6.10.12.

German (Pape)

[Seite 590] ringsherum anhäufen, Arist. probl. 20, 14; verstopfen, περισάξαντες τὰ χείλη τοῦ πί. θου πανταχόθεν, Pol. 22, 11, 17.

Russian (Dvoretsky)

περισάττω:
1) нагромождать, наваливать: π. τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arst. окучивать корни;
2) затыкать, закупоривать (τὰ χείλη τοῦ πίθου Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

περισάττω: σωρεύω ὁλόγυρα, περισωρεύω, τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Ἀριστ. Προβλ. 20. 14, 2· ὡσαύτως, π. τὰς ῥίζας τῇ γῇ, περικαλύπτειν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· π. τὰ χείλη ἀποφράττειν, Πολύβ. 22. 11, 17.

Greek Monolingual

Α
1. συσσωρεύω κάτι γύρω, σωρεύω ολόγυρα, περισωρεύω
2. (σχετικά με οπές) φράζω τελείως, στουπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σάττω «φορτώνω, γεμίζω καλά»].