τράφεν

From LSJ
Revision as of 16:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

French (Bailly abrégé)

inf. prés. dor. de τρέφω;
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

τράφεν:
1) эп.-эол. 3 л. pl. aor. 2 pass. к τρέφω;
2) дор. inf. к τρέφω;
3) дор. 3 л. sing. aor. 2 к τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

τράφεν: Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ τρέφω, μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ τρέφω, Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.

English (Autenrieth)

see τρέφω.

Greek Monotonic

τράφεν: Αιολ. και Επικ. αντί ἐτράφησαν,
I. γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του τρέφω.
II. Δωρ. αντί τρέφειν, απαρ. του τρέφω.