ἀπρόσδεκτος

From LSJ
Revision as of 18:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσδεκτος Medium diacritics: ἀπρόσδεκτος Low diacritics: απρόσδεκτος Capitals: ΑΠΡΟΣΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: aprósdektos Transliteration B: aprosdektos Transliteration C: aprosdektos Beta Code: a)pro/sdektos

English (LSJ)

ον, A inadmissible, BGU 1113.21 (i B. C.), S.E.P.2.229. II Act., not giving heed to, συμβουλίας Phld.Vit.p.34J., dub. in Id.D.3.Fr.42; unacceptable, Plb.36.12.4; θυσία IG3.73.14, 74.8; εὐχὴ ἀ. ὑπὸ θεοῦ Porph.Marc.24.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. no recibido o admitido c. dat. de lugar διαγγελθήτω πάσῃ τῇ κώμῃ ἀπρόσδεκτον αὐτὸν εἶναι πρὸς πᾶσαν κοινωνίαν Basil.Ep.288.11, cf. Ammon.Ac.M.85.1537D
c. dat. agente ταῖς ἀδελφότησιν Basil.M.31.1009A.
2 de abstr. inadmisible, inaceptable φύσει μὲν ἀπρόσδεκτός ἐστιν ὁ τοιοῦτος λόγος tal razonamiento es inadmisible por naturaleza Plb.36.12.4, ἔνκλησιν ἄκυρον καὶ ἀπρόσδεκτον καθ[ό] λ[ο] υ εἶναι BGU 1113.21 (I a.C.), cf. POxy.268.18 (I d.C.), BGU 2051.19 (II d.C.)
ἐπιφορὰ ἀ. inferencia inaceptable S.E.P.2.229, λόγος ... ἐπί τι ἀπρόσδεκτον ἡμᾶς ἄγει el argumento nos conduce hacia algo inadmisible S.E.P.2.231
c. dat. ἐλεημοσύνη γὰρ ἡ ἐκ τούτων ἀπρόσδεκτος τῷ θεῷ Eust.Op.70.95
c. rég. prep. ἀ. ἡ θυσία παρὰ τοῦ θεοῦ el sacrificio (es) inadmisible por Dios, IG 22.1365.14 (I d.C.), 1366.8 (I d.C.), εὐχὴ ἀ. ... ὑπὸ τοῦ θεοῦ Porph.Marc.24.
3 que no presta atención a c. gen. συμβουλίας Aristo Phil.14.4.

German (Pape)

[Seite 339] nicht aufnehmend, unwirthbar, Aesch. Suppl. 775, zw.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσδεκτος:
1) неприступный (Aesch. - v.l. к ἀπρόσδεικτος);
2) неприемлемый (ἐπιφορά Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσδεκτος: -ον, ἀνένδεκτος, ἀπαράδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 229· ὁ μὴ εὐπρόσδεκτος, ἐλεημοσύνη γὰρ ἡ ἐκ τούτων ἀπρόσδεκτος τῷ θεῷ, καθὰ καὶ ἐκ μισθοῦ πόρνης Εὐστ. Πονημάτ. 70. 95.

Greek Monolingual

ἀπρόσδεκτος, -ον προσδέχομαι
1. ο ανεπιθύμητος
2. ο απαράδεκτος.