ἔντορνος
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
ον, turned with the lathe, Pl.Lg.898a; [ὁ κόσμος] κατ' ἀκρίβειαν ἔ. perfectly rounded, Arist.Cael.287b15, cf.IG2.1054f24; πρὸς τὴν ἔ. (sc. γραμμήν) στρογγύλα IG22.244.101 (Piraeus). Adv. -νως Hero Aut.23.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 hecho, labrado a torno ἔντορνοι κύκλοι Pl.Lg.898a, σφαῖρα Pl.Lg.898b, πυρηνίδια χαλκᾶ Hero Aut.26.2, cf. 2.3
•torneado con precisión, redondeado σφαιροειδής ἐστιν ὁ κόσμος ... καὶ ... κατ' ἀκρίβειαν ἔ. Arist.Cael.287b16, τοὺς δὲ πόλους ... ἐναρμόσει εἰς τὰ ἐμπόλια ἁρμόττοντας ... ἐντόρνους πανταχῇ ajustará los pernos (que sujetan los tambores de las columnas) encajándolos en sus fundas, bien redondeados por todas partes, IEleusis 157.25 (IV a.C.), cf. IG 22.244.101 (Pireo IV a.C.).
2 adv. -ως a torno ἄξονα ... στρεφόμενον ἐ. Hero Aut.23.3.
German (Pape)
[Seite 857] gedrechselt, abgerundet; σφαῖρα, κύκλοι, Plat. Legg. X, 898 b Arist. coel. 2, 4.
Russian (Dvoretsky)
ἔντορνος:
1) выточенный, точеный (σφαῖρα Plat.);
2) закругленный, шарообразный (κόσμος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔντορνος: -ον, κατασκευασθεὶς διὰ τοῦ τόρνου, τετορνευμένος, Πλάτ. Νόμ. 898Α· κατ’ ἀκρίβειαν ἔντορνος, ἐντελῶς στρογγύλος, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 4, 13.
Greek Monolingual
ἔντορνος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος με τόρνο, τορνευμένος, στρογγυλωμένος.