ἐκβιβρώσκω

From LSJ
Revision as of 19:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβιβρώσκω Medium diacritics: ἐκβιβρώσκω Low diacritics: εκβιβρώσκω Capitals: ΕΚΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: ekbibrṓskō Transliteration B: ekbibrōskō Transliteration C: ekvivrosko Beta Code: e)kbibrw/skw

English (LSJ)

devour, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054:— Pass., Gp.2.35.7: metaph., Corn.ND18.

Spanish (DGE)

devorar ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. Gp.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα ἐντρέχεια ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.ND 18, cf. Ph.1.236
roer, carcomer en v. pas. διά τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος αὐτοῦ (sc. τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b.

German (Pape)

[Seite 754] (s. βιβρώσκω), ausfressen, Sp. In tmesi Soph. Tr. 1043, ἐκ μὲν ἐσχάτας βἑβρωκε σάρκας.

French (Bailly abrégé)

dévorer.
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβιβρώσκω: съедать, пожирать (ἐσχάτας σάρκας Soph. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβιβρώσκω: κατατρώγω, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας Σοφ. Τρ. 1053.

Greek Monolingual

ἐκβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.

Greek Monotonic

ἐκβιβρώσκω: παρακ. -βέβρωκα, καταβροχθίζω, σε Σοφ.

Middle Liddell

perf. -βέβρωκα
to devour, Soph.