καλλίπυγος
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ὁ, ἡ, callipygous, callipygian, bootylicious, bumtastic, rumpalicious, with beautiful buttocks (πυγή), Cerc.14; epithet of Aphrodite, Ath.12.554c: Comp., ibid.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπῡγος: -ον, ὁ, ἡ, = καλὴν τὴν πυγὴν ἔχων, Κερκιδᾶς παρ’ Ἀθήν. 554D· ὄνομα περιφήμου ἀγάλματος τῆς Ἀφροδίτης ἤδη ἐν Νεαπόλει εὑρισκομένου, Müller Archäol, d. Kunst § 377. 2.
Greek Monolingual
καλλίπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. λευκόπυγος, μελάμπυγος].
Translations
Dutch: kallipygisch; Esperanto: belpuga; Finnish: kaunispakarainen; French: callipyge; English: callipygous, callipygian, bootylicious, bumtastic, rumpalicious, with beautiful buttocks; German: kallipygisch; Greek: καλλίπυγος; Ancient Greek: καλλίπυγος; Italian: callipige; Polish: o kształtnych pośladkach; Portuguese: calipígio, calipígia, popozudo, popozuda, bundudo, bunduda, rabudo, rabuda; Serbo-Croatian: лепогуза; Spanish: calipigio; Volapük: jönaglüetik, jönaglüetikum, jönaglüetikün