ἀλόγως
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (Woodhouse)
(see also: ἄλογος) unreasonably, unreasoningly
French (Bailly abrégé)
adv.
I. sans parler, en silence;
II. sans raison :
1 sans motif;
2 sans réflexion.
Étymologie: ἄλογος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλόγως:
1 безрассудно, неразумно (ἐπισπᾶσθαι τὴν ὁρμήν Plut.): ἀ. ἔχειν Dem. быть неразумным;
2 без оснований, беспричинно (οὐκ ἀ., ἀλλ᾽ εἰκότως Isocr.);
3 безмолвно, молча (ἀφώνως, ἀ. Soph.).