παραβασία

From LSJ
Revision as of 11:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβᾰσία Medium diacritics: παραβασία Low diacritics: παραβασία Capitals: ΠΑΡΑΒΑΣΙΑ
Transliteration A: parabasía Transliteration B: parabasia Transliteration C: paravasia Beta Code: parabasi/a

English (LSJ)

ἡ, Ep. παραιβασίη, = παράβασις II, Hes.Th.220 (pl.), PLond.1.113.1 (vi A. D.), etc.: poet. παρβασία A.Th.743 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 471] ἡ, poet. παραιβασία, w. m. s., = Folgdm.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραβασία -ας, ἡ, poët. παρβασία en παραιβασία [παραβαίνω] overtreding, schuld:. αἵ τ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίαις ἐφέπουσιν die overtredingen zowel van goden als mensen bestraffen Hes. Th. 220; παλαιγενῆ... παρβασίαν de oude schuld Aeschl. Sept. 743.

Russian (Dvoretsky)

παραβᾰσία: эп. Hes. παραιβασίη, Aesch. παρβασία ἡ = παράβασις 3.

Greek (Liddell-Scott)

παραβᾰσία: ἡ, Ἐπικ. παραιβασίη, = παράβασις, ΙΙ, Ἡσ. Θ. 220· ποιητ. παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.

Greek Monolingual

επικ. τ. παραιβασίη, ποιητ. τ. παρβασία, ή, ΜΑ
1. πλάνη, παραίσθηση
2. ατιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράβασις κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

παραβᾰσία: ἡ, Επικ. παραιβασίη, = παράβασις II, σε Ησίοδ.· ποιητ. παρβασία, σε Αισχύλ.