γρίφος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
ο (AM γρῑφος)
1. λόγος περίπλοκος και δυσνόητος, αίνιγμα
2. ονοματοπαίγνιο κατά το οποίο μία λέξη ή φράση παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.
αρχ.
ο γρίπος, το δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρίπος].
Mantoulidis Etymological
(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, αἴνιγμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=ψάθα).