διατμέω
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
(ἀτμός) evaporate, Hp.Morb.4.45.
Spanish (DGE)
evaporarse (ἡ ἰκμάς) Hp.Morb.4.45, en v. pas. διατμηθὲν ἀνηλώθη evaporado (por el calor del sol) se consumió Basil.Hex.3.7 (p.224).
German (Pape)
[Seite 607] durchdünsten, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διατμέω: (ἀτμὸς) ἐξατμίζομαι, Ἱππ. 505. 10.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-ατμέω [διά, ἀτμός] verdampen.