τυμπανίστρια
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
fem. of τυμπανιστής.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. de τυμπανιστής.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. τυμπανιστής.
Russian (Dvoretsky)
τυμπᾰνίστρια: ἡ барабанщица Dem., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμπανίστρια -ας, ἡ [τυμπανίζω] bespeelster van de tamboerijn.
German (Pape)
ἡ, fem. zu τυμπανιστής; Dem. 18.284; Luc. somn. 12.