ζῳοτροφία

From LSJ
Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοτροφία Medium diacritics: ζῳοτροφία Low diacritics: ζωοτροφία Capitals: ΖΩΟΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: zōiotrophía Transliteration B: zōotrophia Transliteration C: zootrofia Beta Code: zw|otrofi/a

English (LSJ)

ἡ, feeding of animals, Pl.Plt.261e.

German (Pape)

[Seite 1144] ἡ, das Füttern, Halten von Thieren, Plat. Polit. 261 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳοτροφία -ας, ἡ [ζῷον, τρέφω] dierenhouderij.

Russian (Dvoretsky)

ζῳοτροφία:кормление животных Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοτροφία: ἡ, τὸ τρέφειν ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 261Ε. ΙΙ.ζωοτροφία, τὰ πρὸς τὸ ζῆν χρήσιμα, Δούκας Ἱστορ. σ. 15.

Greek Monolingual

(I)
η (Μ ζωοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (Ι)]
η αναγκαία τροφή για τη συντήρηση της ζωής
νεοελλ.
στον πληθ. οι ζωοτροφίες
τα τρόφιμα που συντελούν στη συντήρηση της ζωής, τα αναγκαία προς το ζην
μσν.
1. ο ανεφοδιασμός
2. συσσίτιο.
(II)
η (AM ζῳοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (ΙΙ)]
εκτροφή ζώων, κτηνοτροφία, ζωοκομία.