ἐφάπτωρ

From LSJ
Revision as of 18:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάπτωρ Medium diacritics: ἐφάπτωρ Low diacritics: εφάπτωρ Capitals: ΕΦΑΠΤΩΡ
Transliteration A: epháptōr Transliteration B: ephaptōr Transliteration C: efaptor Beta Code: e)fa/ptwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, also ἡ, A laying hold of, seizing, ῥυσίων A.Supp.728. II one who strokes or caresses, ib.312, 535 (lyr.) (with ref. to the name Ἔπαφος).

German (Pape)

[Seite 1113] ορος, ὁ, der Berührende, Antastende, Ἰοῦς Aesch. Suppl. 530, vgl. 308; ῥυσίων 708, mit Anspielung auf Ἔπαφος. – Orph. H. 49.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
1 qui saisit ou cherche à saisir, gén.;
2 qui tâte, qui palpe.
Étymologie: ἐφάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφάπτωρ: ορος adj.
1 захватывающий, завладевающий: ῥυσίων ἐφάπτορες Aesch. налагающие руку на свои вещи, т. е. требующие возвращения того, что было их собственностью;
2 прикасающийся (χειρί τινος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάπτωρ: -ορος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ ἐφαπτόμενός τινος ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες Αἰσχύλ. Ἱκ. 728, πρβλ. 412. ΙΙ. ὁ θωπεύων τινά, κοινῶς «χαϊδεύων», αὐτόθι 312, 535 (ἐν ἀναφορᾶ πρὸς τὸ ὄνομα Ἔπαφος)· ἐπὶ τοῦ βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 7., 52. 9.

Greek Monolingual

ἐφάπτωρ, ὁ, ἡ (Α) εφάπτομαι
1. αυτός που πιάνει, που αγγίζει κάτι («ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες», Αισχύλ.)
2. αυτός που κτυπά ή χαϊδεύει («γενοῦ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῦς», Αισχύλ.).