τορευτικός
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
ή, όν, prop. of or for metal-work, skilled therein: but Lat. toreutice, sculpture in general, Plin.HN34.54; opp. graphice (painting), ib. 35.77; cf. τορεύω ΙΙ, and v. τορνευτικός.
German (Pape)
[Seite 1130] zum τορευτής oder zur Verfertigung erhabener Arbeit, zum Bildschnitzen, Graviren gehörig, geschickt darin, ἡ τορευτική, sc. τέχνη, die Kunst, solche Arbeit zu verfertigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τορείαν, ὁ ἔμπειρος τορείας, Κλήμ. Ἀλ. 330· - ἡ τορευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ τορεύειν, μάλιστα εἰς μέταλλον, Πλίν. 34. 19, § 1. 2., 35. 36, § 8· πρβλ. τορεύω ΙΙ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τορευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόρευση ή στον τορευτή
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τορευτική.