λυμάντωρ
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
ορος, ὁ, = λυμαντήρ, Timo 65.
Russian (Dvoretsky)
λῡμάντωρ: ορος ὁ Sext. = λυμαντήρ.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμάντωρ: ὁ, = λυμαντήρ, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 171.
Greek Monolingual
λυμάντωρ, -ορος, ὁ (Α) λυμαίνω
λυμαντήρ.
German (Pape)
[ῡ], ορος, ὁ, = λυμαντήρ; Tim. bei S.Emp. adv. math. 11.171; Man. 2.267, 4.530.